πλευροειδῶς

πλευροειδῶς
πλευρο-ειδῶς, Adv.
A after the manner of ribs,

π. ἀπὸ τῆς μέσης εὐθείας κατατείνειν Thphr.HP3.10.3

, cf. 3.17.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλευροειδῶς — after the manner of ribs indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευροειδώς — Α επίρρ. από την πλευρά, πλαγίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + ειδῶς (< ειδής* + επιρρμ. κατάλ. ῶς), πρβλ. μυθο ειδώς] …   Dictionary of Greek

  • πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”